- φυλοβασιλικά
- φῡλοβᾰσῐλ-ικά (sc. χρήματα), τά,A funds at the disposal of the φυλοβασιλεῖς, IG22.1357, Hesperia4.21 (Athens, iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβασιλικός — ή, ό, Ν 1. ο θιασώτης τού βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια») 2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»). ή, όν, Α [φυλοβασιλεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα… … Dictionary of Greek